περιρραγής

περιρραγής
-ές, Α
αυτός που έχει σπάσει από παντού, ο σπασμένος γύρω γύρω, ο ολόγυρα ξεσχισμένος («περιρραγὴς τὰ χείλη», Κλήμ. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + -ρραγής (< θ. ραγ- τού ῥήγνυμι, πρβλ. παθ. αορ. β' -ρράγ-ην), πρβλ. ανα-ρραγής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περιρραγεῖς — περιρραγής torn masc/fem acc pl περιρραγής torn masc/fem nom/voc pl (attic epic) περιρρήγνυμι break off all round aor subj pass 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιρραγές — περιρραγής torn masc/fem voc sg περιρραγής torn neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιρρηδής — ές, Α 1. αυτός που πέφτει, που ανατρέπεται απότομα γύρω σε κάτι ή πάνω σε κάτι 2. αυτός που πέφτει με ορμή μπροστά με το πρόσωπο 3. επικλινής, κατηφορικός και από τις δύο πλευρές του 4. ύπτιος, υπτιασμένος 5. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν)… …   Dictionary of Greek

  • περιρραγεῖσ' — περιρραγεῖσα , περιρράσσω dash to pieces aor part pass fem nom/voc sg περιρραγεῖσι , περιρράσσω dash to pieces aor part pass masc/neut dat pl περιρραγεῖσαι , περιρράσσω dash to pieces aor part pass fem nom/voc pl περιρραγεῖσι , περιρραγής torn… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”